- εφησυχάζω
- (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω]αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζωνεοελλ.1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι2. αμελώ, παραμελώνεοελλ.-μσν.ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν' ανησυχώμσν.αποσύρομαι σε μονή ή σε σκήτη για ψυχική περισυλλογήαρχ.1. μένω ήσυχος2. είμαι ήσυχος3. παρασιωπώ4. (για έθιμο ή συνήθεια) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι άκυρος, ανίσχυρος, πέφτω σε αχρησία.
Dictionary of Greek. 2013.